χίδρα

χίδρα
(I)
και δ. γρφ. χέδρα, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «χίδρα
στάχυες νεογενεῑς ἤ τὰ ἐξ ὀσπρίων ἄλευρα ἤ σῑτος νέος φρυττόμενος ἤ τὰ ὀσπριώδη σπέρματα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Εσφ. γρφ. αντί τού πληθ. χῖδρα τής λ. χῖδρον*].
————————
(II)
τὰ, Α
βλ. χῑδρον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χίδρα — χίδρᾱ , χίδρα unripe wheaten groats fem nom/voc/acc dual χίδρᾱ , χίδρα unripe wheaten groats fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χῖδρα — unripe wheaten groats neut nom/voc/acc pl χῖδρον unripe wheaten groats neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χίδραν — χίδρᾱν , χίδρα unripe wheaten groats fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χίδρον — και χῖδρον, τὸ, Α συν. στον πληθ. τὰ χῑδρα χοντροαλεσμένο ή χοντροκοπανισμένο σιτάρι, το πλιγούρι, καθώς και το φαγητό που παρασκευάζεται από αυτό («χῑδρα φαγὼν ἀναθαρρήσῃ καὶ στεμφύλῳ εἰς λόγον ἔλθη», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η άποψη …   Dictionary of Greek

  • χιδροπώλης — ὁ, Α αυτός που πουλά χῑδρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χῖδρον «χλωρός σίτος» + πώλης*] …   Dictionary of Greek

  • χίδροις — χί̱δροις , χῖδρα unripe wheaten groats neut dat pl χί̱δροις , χῖδρον unripe wheaten groats neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χίδρων — χί̱δρων , χῖδρα unripe wheaten groats neut gen pl χί̱δρων , χῖδρον unripe wheaten groats neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”